ματαίου

ματαίου
μάταιος
vain
masc/neut gen sg
μάταιος
vain
masc/fem/neut gen sg
ματαιόω
bring to naught
pres imperat act 2nd sg
ματαιόω
bring to naught
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”